μιξολυδιστί

μιξολυδιστί
μιξο-λῡδιστί, Adv.
A in the mixolydian mode, Pl.R.398e, Arist.Pol. 1340b1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιξολυδιστί — (Α) επίρρ. κατά τον μιξολύδιο τόνο («μιξολυδιστὶ ἁρμονία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μιξολύδιος + επιρρμ. κατάλ. ιστί] …   Dictionary of Greek

  • μιξολυδιστί — μιξολῡδιστί , μιξολυδιστί in the mixolydian mode indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμιξολυδιάζω — Α εισάγω τον μιξολύδιο τρόπο ή τη μιξολυδιστί αρμονία, δηλ. έναν από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξολύδιος «μεμιγμένος με στοιχεία τής… …   Dictionary of Greek

  • μειξολυδιστί — μειξολῡδιστί , μιξολυδιστί in the mixolydian mode indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”